- δεξιοτέχνης
- expert
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δεξιοτέχνης — ο 1. αυτός που κατέχει άριστα την τέχνη του: Είναι δεξιοτέχνης μαραγκός. 2. (μουσ.), ο μουσικός που επιδεικνύει εξαιρετική δεξιότητα στην τεχνική του παιξίματος μουσικού οργάνου, ο βιρτουόζος: Είναι δεξιοτέχνης πιανίστας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεξιοτέχνης — ο 1. όποιος ασκεί την τέχνη του με επιδεξιότητα 2. μουσ. όποιος παίζει μουσικό όργανο ή τραγουδάει με εξαιρετική τεχνική δύναμη και έκφραση, βιρτουόζος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
βιρτουόζος — ο (θηλ. βιρτουόζα, η) 1. ο αριστοτέχνης, αυτός που κατέχει άριστα την τέχνη κάποιου μουσικού οργάνου 2. ο δεξιοτέχνης σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. virtuoso «δεξιοτέχνης»] … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
μαιτρ — ο 1. αυτός που κατευθύνει μια πνευματική ή καλλιτεχνική κίνηση 2. δεξιοτέχνης σε κάτι 3. φρ. «μαιτρ ντ οτέλ» ο επικεφαλής τού υπαλληλικού προσωπικού μεγάλου εστιατορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maitre «κύριος, ιδιοκτήτης, δεξιοτέχνης»] … Dictionary of Greek
αποστασιοποίηση — Όρος του σύγχρονου θεάτρου, που αναφέρεται στην προσπάθεια του θεατρικού συγγραφέα (αλλά και των βασικών παραγόντων της παράστασης, π.χ. του σκηνοθέτη και των ηθοποιών) να αποτρέψουν τη μηχανική ταύτιση του θεατή με τον διαδραματιζόμενο μύθο και … Dictionary of Greek
βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… … Dictionary of Greek
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… … Dictionary of Greek
εύχειρ — εὔχειρ, ος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει εξασκημένο χέρι, επιτήδειος, ικανός 2. δεξιοτέχνης. επίρρ... εὐχείρως (Μ) με ευχέρεια, με δεξιοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρ] … Dictionary of Greek